νεοκαντιανός

νεοκαντιανός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοκαντιανισμό
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο νεοκαντιανός, η νεοκαντιανή
οπαδός τού νεοκαντιανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neokantian (< νε[ο]- + καντιανός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Στάμλερ, Ροδόλφος — (Stammler). Γερμανός νομοδιδάσκαλος και νεοκαντιανός κριτικός φιλόσοφος (1856 1938). Διατέλεσε καθηγητής των πανεπιστημίων Μάρμπουργκ, Γκίσεν, Χά λης και Βερολίνου. Έγινε γνωστός κυρίως, με τη θεωρία του για το ορθό δίκαιο. Έγραψε διάφορα έργα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”