- νεοκαντιανός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεοκαντιανισμό2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο νεοκαντιανός, η νεοκαντιανήοπαδός τού νεοκαντιανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neokantian (< νε[ο]- + καντιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.